- εναρμόζω
- (Α ἐναρμόζω και ἐναρμόττω)εφαρμόζω, προσαρμόζω («δι' ὀμφαλοῡ καθῆκεν ἔγχος σφονδύλοις τ' ἐνήρμοσεν», Ευριπ.)αρχ.1. μτφ. προσαρμόζω, συνδέω αρμονικά, ταιριάζω2. (αμτθ.) προσαρμόζομαι, συναρμόζομαι3. γίνομαι ενάρμοστος, αρμόζω, ταιριάζω σε κάτι4. (αμτβ. με δοτ. προσ.) γίνομαι ευχάριστος, αρέσω («τοῑς πολλοῑς ἐνήρμοττε», Πλούτ.)5. (μάθημ.) εισάγω μαθηματικό όρο.
Dictionary of Greek. 2013.